ακρασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρασία | οι | ακρασίες |
γενική | της | ακρασίας | των | ακρασιών |
αιτιατική | την | ακρασία | τις | ακρασίες |
κλητική | ακρασία | ακρασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρασία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η αδυναμία ελέγχου και περιορισμού των παθών, η έλλειψη εγκράτειας
- ※ Η υποβέλτιστη πράξη οφείλεται στην άγνοια, όχι στην ακρασία. Για τον Αριστοτέλη, όμως, η ακρασία είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και επικίνδυνη. Η ακρασία προκύπτει στο μέτρο που το άτομο κυριαρχείται από τα πάθη του, έτσι ώστε να αποκτά ψευδή εικόνα των πεποιθήσεών του. Νομίζει ότι θέλει κάτι (π.χ. να κόψει το τσιγάρο), αλλά δεν το εννοεί. (www.kathimerini.gr, 18.09.2011)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακρασία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ἀκρᾱσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές[επεξεργασία]
- ακρασία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ακρασία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)