ακρυλονιτρίλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρυλονιτρίλιο τα ακρυλονιτρίλια
      γενική του ακρυλονιτρίλιου
ακρυλονιτριλίου
των ακρυλονιτρίλιων
ακρυλονιτριλίων
    αιτιατική το ακρυλονιτρίλιο τα ακρυλονιτρίλια
     κλητική ακρυλονιτρίλιο ακρυλονιτρίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακρυλονιτρίλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική acrylonitrile < λατινική acer + oleo + nitrum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακρυλονιτρίλιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]