ακόνιστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακόνιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ακόνιστος
- που δεν έχει ακονιστεί
- που δεν γίνεται να ακονιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακόνιστος
|