αλγεβρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλγεβρικός < άλγεβρα
Επίθετο
[επεξεργασία]αλγεβρικός
- αυτός που αφορά την άλγεβρα
- αλγεβρικός τύπος
- αλγεβρικός χώρος
- αλγεβρικός αριθμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλγεβρικός