αλουβιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλουβιακός η αλουβιακή το αλουβιακό
      γενική του αλουβιακού της αλουβιακής του αλουβιακού
    αιτιατική τον αλουβιακό την αλουβιακή το αλουβιακό
     κλητική αλουβιακέ αλουβιακή αλουβιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλουβιακοί οι αλουβιακές τα αλουβιακά
      γενική των αλουβιακών των αλουβιακών των αλουβιακών
    αιτιατική τους αλουβιακούς τις αλουβιακές τα αλουβιακά
     κλητική αλουβιακοί αλουβιακές αλουβιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.lu.vi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λου‐βι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

αλουβιακός, -ή, -ό

Πηγές[επεξεργασία]