αλουστράριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλουστράριστος η αλουστράριστη το αλουστράριστο
      γενική του αλουστράριστου της αλουστράριστης του αλουστράριστου
    αιτιατική τον αλουστράριστο την αλουστράριστη το αλουστράριστο
     κλητική αλουστράριστε αλουστράριστη αλουστράριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλουστράριστοι οι αλουστράριστες τα αλουστράριστα
      γενική των αλουστράριστων των αλουστράριστων των αλουστράριστων
    αιτιατική τους αλουστράριστους τις αλουστράριστες τα αλουστράριστα
     κλητική αλουστράριστοι αλουστράριστες αλουστράριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλουστράριστος < α- + λουστράρω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αλουστράριστος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]