στιλβωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιλβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στίλβω
Μετοχή[επεξεργασία]
στιλβωμένος, -η, -ο
- (για επιφάνειες) που την έχουν περάσει με λούστρο, που την έχουν γιαλίσει, λουστράρει με βερνίκι
- → δείτε τη λέξη στίλβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιλβωμένος
|