αμετάλλακτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμετάλλακτος < ελληνιστική κοινή ἀμετάλλακτος
Επίθετο
[επεξεργασία]αμετάλλακτος
- που δεν έχει μεταλλαχτει ή δεν μπορεί να μεραλλαχτεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μεταλλάσσω και αλλάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμετάλλακτος