αμπελικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπελικός η αμπελική το αμπελικό
      γενική του αμπελικού της αμπελικής του αμπελικού
    αιτιατική τον αμπελικό την αμπελική το αμπελικό
     κλητική αμπελικέ αμπελική αμπελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπελικοί οι αμπελικές τα αμπελικά
      γενική των αμπελικών των αμπελικών των αμπελικών
    αιτιατική τους αμπελικούς τις αμπελικές τα αμπελικά
     κλητική αμπελικοί αμπελικές αμπελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπελικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπελικός, -ή, -ό

  1. ο αγροφύλακας
  2. ο επιμελούμενος τον αμπελώνα

Συνώνυμα[επεξεργασία]