αμπουγάδιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπουγάδιαστος η αμπουγάδιαστη το αμπουγάδιαστο
      γενική του αμπουγάδιαστου της αμπουγάδιαστης του αμπουγάδιαστου
    αιτιατική τον αμπουγάδιαστο την αμπουγάδιαστη το αμπουγάδιαστο
     κλητική αμπουγάδιαστε αμπουγάδιαστη αμπουγάδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπουγάδιαστοι οι αμπουγάδιαστες τα αμπουγάδιαστα
      γενική των αμπουγάδιαστων των αμπουγάδιαστων των αμπουγάδιαστων
    αιτιατική τους αμπουγάδιαστους τις αμπουγάδιαστες τα αμπουγάδιαστα
     κλητική αμπουγάδιαστοι αμπουγάδιαστες αμπουγάδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπουγάδιαστος < α- + μπουγαδιάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπουγάδιαστος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]