αναδημιουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναδημιουργικός < αναδημιουργία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναδημιουργικός, -ή, -ό
- που αναδημιουργεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναδημιουργικά
- → δείτε τις λέξεις αναδημιουργώ, δήμος και έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναδημιουργικός