ανακοινώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακοινώσιμος < ανακοινώνω + -ιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανακοινώσιμος
- που μπορεί να ανακοινωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανακοινώνω και κοινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακοινώσιμος
|