αναρχούμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρχούμενο < ουδέτερο του αναρχούμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναρχούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρχούμενο ουδέτερο
- η αναρχούμενη κατάσταση, χάος, αναρχία,
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρχούμενο