αναστέναγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναστέναγμα < μεσαιωνική ελληνική ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός < αρχαία ελληνική ἀναστενάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναστέναγμα ουδέτερο
- Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα. Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Και 'ς το μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση ("Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου" Κ. Κρυστάλλης)