ανατρέψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατρέψιμος < ανατρέπω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανατρέψιμος
- αυτός που ίσως μπορεί κάποιος να τον ανατρέψει, που υπάρχει η δυνατότητα να ανατραπεί
- Μη στενοχωριέσαι. Το 1-0 είναι εύκολα ανατρέψιμο. Θα δεις στην έδρα μας!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατρέψιμος