αναύλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναύλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ναυλωθεί, συνήθως για φορτηγά καράβια, δηλαδή για τον εμορικό στόλο, και καμιά φορά για οχήματα που ναυλώνονται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναύλωτος