ανεύρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεύρετος η ανεύρετη το ανεύρετο
      γενική του ανεύρετου της ανεύρετης του ανεύρετου
    αιτιατική τον ανεύρετο την ανεύρετη το ανεύρετο
     κλητική ανεύρετε ανεύρετη ανεύρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεύρετοι οι ανεύρετες τα ανεύρετα
      γενική των ανεύρετων των ανεύρετων των ανεύρετων
    αιτιατική τους ανεύρετους τις ανεύρετες τα ανεύρετα
     κλητική ανεύρετοι ανεύρετες ανεύρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεύρετος < αρχαία ελληνική ἀνεύρετος < ἀνευρίσκω < εὑρίσκω

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεύρετος, -η, -ο

  • που δεν έχει βρεθεί ή δεν μπορεί να βρεθεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]