ανεύρετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεύρετος < αρχαία ελληνική ἀνεύρετος < ἀνευρίσκω < εὑρίσκω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεύρετος, -η, -ο
- που δεν έχει βρεθεί ή δεν μπορεί να βρεθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βρίσκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεύρετος