ανθρωποκτονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωποκτονικός < ανθρωποκτονία / ανθρωποκτόνος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθρωποκτονικός
- που έχει σχέση με την ανθρωποκτονία ή τον ανθρωποκτόνο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανθρωποκτονία, άνθρωπος και κτείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωποκτονικός
|