ανθρωπόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωπόφιλος η ανθρωπόφιλη το ανθρωπόφιλο
      γενική του ανθρωπόφιλου της ανθρωπόφιλης του ανθρωπόφιλου
    αιτιατική τον ανθρωπόφιλο την ανθρωπόφιλη το ανθρωπόφιλο
     κλητική ανθρωπόφιλε ανθρωπόφιλη ανθρωπόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωπόφιλοι οι ανθρωπόφιλες τα ανθρωπόφιλα
      γενική των ανθρωπόφιλων των ανθρωπόφιλων των ανθρωπόφιλων
    αιτιατική τους ανθρωπόφιλους τις ανθρωπόφιλες τα ανθρωπόφιλα
     κλητική ανθρωπόφιλοι ανθρωπόφιλες ανθρωπόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωπόφιλος < μεσαιωνική ελληνική ανθρωπόφιλος < άνθρωπος + φίλος. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπό- + -φιλος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανθρωπόφιλος, -η, -ο

  • που προτιμάει τους ανθρώπους
    ※  Σύμφωνα με τον καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου της Αθήνας Νίκο Εμμανουήλ, ο αθόρυβος και ιδιαίτερα επίμονος «τίγρης» είναι ανθρωπόφιλος, τσιμπάει δηλαδή τον άνθρωπο και όχι διάφορα ζώα, όπως κάνουν άλλα είδη κουνουπιών. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]