αντίκρουση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίκρουση | οι | αντικρούσεις |
γενική | της | αντίκρουσης* | των | αντικρούσεων |
αιτιατική | την | αντίκρουση | τις | αντικρούσεις |
κλητική | αντίκρουση | αντικρούσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντικρούσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίκρουση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίκρουσις < αρχαία ελληνική ἀντικρούω < κρούω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίκρουση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντικρούω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)