ανταποκρίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταποκρίσιμος < ανταποκρίνομαι + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανταποκρίσιμος, -η, -ο
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να ανταποκριθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανταποκρισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις ανταποκρίνομαι, αποκρίνομαι και κρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανταποκρίσιμος
|