αντζούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντζούρι | τα | αντζούρια |
γενική | του | αντζουριού | των | αντζουριών |
αιτιατική | το | αντζούρι | τα | αντζούρια |
κλητική | αντζούρι | αντζούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντζούρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آجر (âcürr) (νέα ελληνική acur}} < αραβική آجُرّ (ʾājurr) < αραμαϊκή 𐡓𐡅𐡂𐡀 (*ʾaggor /ʾgwr/) < ακκαδική 𒅇𒆪𒊒𒌝 (agurru, ukurru) < σουμεριακή al.ùr.(r)a
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντζούρι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντζουριά
- νεράντζουρο
- → δείτε τη λέξη αγγούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντζούρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουμεριακά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)