αντιμετωπίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμετωπίσιμος < αντιμετωπίζω + -ιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμετωπίσιμος
- που είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντιμετωπίζω και μέτωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμετωπίσιμος