αντιμυστικιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμυστικιστικός η αντιμυστικιστική το αντιμυστικιστικό
      γενική του αντιμυστικιστικού της αντιμυστικιστικής του αντιμυστικιστικού
    αιτιατική τον αντιμυστικιστικό την αντιμυστικιστική το αντιμυστικιστικό
     κλητική αντιμυστικιστικέ αντιμυστικιστική αντιμυστικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμυστικιστικοί οι αντιμυστικιστικές τα αντιμυστικιστικά
      γενική των αντιμυστικιστικών των αντιμυστικιστικών των αντιμυστικιστικών
    αιτιατική τους αντιμυστικιστικούς τις αντιμυστικιστικές τα αντιμυστικιστικά
     κλητική αντιμυστικιστικοί αντιμυστικιστικές αντιμυστικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιμυστικιστικός < αντι- + μυστικιστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antimystical)

Επίθετο[επεξεργασία]

αντιμυστικιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]