αντιομοφυλοφιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιομοφυλοφιλικός < αντι- + ομοφυλοφιλικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιομοφυλοφιλικός
- που αντιτίθεται στην ομοφυλοφιλία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιομοφυλοφιλικός
- που αντιτίθεται στην ομοφυλοφιλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιομοφυλοφιλικός αρσενικό
- αυτός που αντιτίθεται στην ομοφυλοφιλία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιομοφυλοφιλικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αντιομοφυλοφιλικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)