αντιπυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπυρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπυρικός
- που χρησιμεύει ως μέσο πυρόσβεσης, καταπολέμησης της φωτιάς ή για προστασία από αυτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπυρικός