αντιχαλαζικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιχαλαζικός
- εκείνος που προστατεύει την αγροτική παραγωγή από το χαλάζι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιχαλαζικός
|