απαγκιστρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγκιστρωτικός < απαγκιστρώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απαγκιστρωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απαγκίστρωση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις απαγκιστρώνω και αγκίστρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγκιστρωτικός