απεριτύλικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεριτύλικτος < α- + περιτυλίγω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απεριτύλικτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν περιτυλίξει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις περιτυλίγω και τυλίγω
Πηγές[επεξεργασία]
- απεριτύλικτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεριτύλικτος
|