απιονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απιονισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
απιονισμένος -η, -ο
- που έχει υποστεί απιονισμό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνηθισμένη χρήση για το νερό, στο ουδέτερο γένος: απιονισμένο νερό