αποβολιμαίος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβολιμαίος < αρχαία ελληνική ἀποβολιμαῖος
Επίθετο
[επεξεργασία]αποβολιμαίος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποβολιμαίος
|