αποκληρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκληρωτικός < αποκληρώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκληρωτικός
- που έχει σχέση με την αποκλήρωση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκληρωτικά
- → δείτε τις λέξεις αποκληρώνω, κληρώνω και κλήρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκληρωτικός
|