απολέμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολέμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπολέμητος
Επίθετο[επεξεργασία]
απολέμητος, -η, -ο
- που δεν μπορούν να τον καταπολεμήσουν
- ακαταμάχητος, ακατάβλητος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολέμητος
|