αποσαφηνιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσαφηνιστικός η αποσαφηνιστική το αποσαφηνιστικό
      γενική του αποσαφηνιστικού της αποσαφηνιστικής του αποσαφηνιστικού
    αιτιατική τον αποσαφηνιστικό την αποσαφηνιστική το αποσαφηνιστικό
     κλητική αποσαφηνιστικέ αποσαφηνιστική αποσαφηνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσαφηνιστικοί οι αποσαφηνιστικές τα αποσαφηνιστικά
      γενική των αποσαφηνιστικών των αποσαφηνιστικών των αποσαφηνιστικών
    αιτιατική τους αποσαφηνιστικούς τις αποσαφηνιστικές τα αποσαφηνιστικά
     κλητική αποσαφηνιστικοί αποσαφηνιστικές αποσαφηνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσαφηνιστικός < αποσαφηνίζω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αποσαφηνιστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]