αποχειροβίωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποχειροβίωτος, ἀποχειροβίοτος, ἀποχειρόβιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχειροβίωτος η αποχειροβίωτη το αποχειροβίωτο
      γενική του αποχειροβίωτου της αποχειροβίωτης του αποχειροβίωτου
    αιτιατική τον αποχειροβίωτο την αποχειροβίωτη το αποχειροβίωτο
     κλητική αποχειροβίωτε αποχειροβίωτη αποχειροβίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχειροβίωτοι οι αποχειροβίωτες τα αποχειροβίωτα
      γενική των αποχειροβίωτων των αποχειροβίωτων των αποχειροβίωτων
    αιτιατική τους αποχειροβίωτους τις αποχειροβίωτες τα αποχειροβίωτα
     κλητική αποχειροβίωτοι αποχειροβίωτες αποχειροβίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχειροβίωτος < αρχαία ελληνική ἀποχειροβίωτος / ἀποχειροβίοτος / ἀποχειρόβιος

Επίθετο[επεξεργασία]

αποχειροβίωτος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]