αράπικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αράπικος | η | αράπικη | το | αράπικο |
γενική | του | αράπικου | της | αράπικης | του | αράπικου |
αιτιατική | τον | αράπικο | την | αράπικη | το | αράπικο |
κλητική | αράπικε | αράπικη | αράπικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αράπικοι | οι | αράπικες | τα | αράπικα |
γενική | των | αράπικων | των | αράπικων | των | αράπικων |
αιτιατική | τους | αράπικους | τις | αράπικες | τα | αράπικα |
κλητική | αράπικοι | αράπικες | αράπικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αράπικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αράπικος
- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αράπη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αράπικος
|