αρβανίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρβανίτικος η αρβανίτικη
αρβανίτικια
το αρβανίτικο
      γενική του αρβανίτικου της αρβανίτικης
αρβανίτικιας
του αρβανίτικου
    αιτιατική τον αρβανίτικο την αρβανίτικη
αρβανίτικια
το αρβανίτικο
     κλητική αρβανίτικε αρβανίτικη
αρβανίτικια
αρβανίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρβανίτικοι οι αρβανίτικες τα αρβανίτικα
      γενική των αρβανίτικων των αρβανίτικων των αρβανίτικων
    αιτιατική τους αρβανίτικους τις αρβανίτικες τα αρβανίτικα
     κλητική αρβανίτικοι αρβανίτικες αρβανίτικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρβανίτικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αρβανίτικος, -η / -ια, -ο

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) που αναφέρεται στους Αλβανούς ή σχετίζεται με αυτούς
    ※  Η φωνή του κ. Παραδείση έσκισε απότομα τη σιγαλιά του αρβανίτικου χωριού. […] Είταν ένα χωριό μουσουλμανικό που τό 'λεγαν Βρανέστι, λίγες ώρες πριν από το Πόγραδετς
    Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και οδοιπόροι τ. Α΄: «Ιερά Οδός» [1950/1966]. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 112012, ISBN 960-05-0824-0, σ. 29.
  2. (ειδικότερα) που αναφέρεται στους Αρβανίτες (κατοίκους της Ελλάδας) ή σχετίζεται με αυτούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]