αρετολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρετολογικός < αρετολογία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρετολογικός
- που έχει σχέση με την αρετολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αρετολογία, αρετή και λέγω