αρετολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρετολογικός η αρετολογική το αρετολογικό
      γενική του αρετολογικού της αρετολογικής του αρετολογικού
    αιτιατική τον αρετολογικό την αρετολογική το αρετολογικό
     κλητική αρετολογικέ αρετολογική αρετολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρετολογικοί οι αρετολογικές τα αρετολογικά
      γενική των αρετολογικών των αρετολογικών των αρετολογικών
    αιτιατική τους αρετολογικούς τις αρετολογικές τα αρετολογικά
     κλητική αρετολογικοί αρετολογικές αρετολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρετολογικός < αρετολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αρετολογικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]