αριστερόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αριστερόμετρο τα αριστερόμετρα
      γενική του αριστερόμετρου των αριστερόμετρων
    αιτιατική το αριστερόμετρο τα αριστερόμετρα
     κλητική αριστερόμετρο αριστερόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αριστερόμετρο < αριστερ(ός) + -ό- + -μετρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αριστερόμετρο ουδέτερο

  • (νεολογισμός, ειρωνικό) υποτιθέμενο όργανο το οποίο μετρά το πόσο αριστερός (από πολιτική άποψη) είναι κάποιος
    ※  Το 2012, μέσα από ένα όργιο καταπάτησης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων με κύριους στόχους τις κατηγορίες των πλέον ευάλωτων πολιτών, (επαν)ανακαλύφθηκε άλλη μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας στη βάση του ποσοστού… ελληνικότητας με την επικίνδυνη συχνά ταύτιση του πατριωτισμού και του φανατικού εθνικισμού. «Μετά το βαρόμετρο, το θερμόμετρο, το πιεσόμετρο, το βυθόμετρο και το ποτενσιόμετρο, η ελληνική κοινωνία ανακάλυψε και καθιέρωσε το ελληνόμετρο ... Από το πρωί της χθεσινής ημέρας στην υπηρεσία του δίκαιου αντιμνημονιακού αγώνα στρατεύτηκε και το αριστερόμετρο! Το αριστερόμετρο στη φάση αυτή είναι μια συσκευή που επιτρέπει σε στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να διαχωρίζουν τη θέση τους μπροστά στο πραγματικό και δραματικό δίλημμα της εδώ και τώρα ασύντακτης χρεοκοπίας ή της υπό σκληρούς όρους παραμονής της χώρας στη ζώνη του ευρώ. (Μετά το ελληνόμετρο το αριστερόμετρο, Εφημερίδα των Συντακτών, 11/07/2015 [1])
    ※  Αναγνώριση της Oρθοδοξίας ως της υπέρτατης δύναμης μέσα στην οποία θα βρουν τη γαλήνη και τη συγχώρεση (και ίσως να ξεγελάσουν πάλι τον κόσμο για να τους ξαναψηφίσει;). Ανακάλυψαν και το… χριστιανόμετρο, σε αντίθεση με το… αριστερόμετρο «από το οποίο καήκαμε», όπως λένε. (Το… χριστιανόμετρο του ΣΥΡΙΖΑ, Το Βήμα, 11/08/2016 ([2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]