αρμοστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμοστικός η αρμοστική το αρμοστικό
      γενική του αρμοστικού της αρμοστικής του αρμοστικού
    αιτιατική τον αρμοστικό την αρμοστική το αρμοστικό
     κλητική αρμοστικέ αρμοστική αρμοστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμοστικοί οι αρμοστικές τα αρμοστικά
      γενική των αρμοστικών των αρμοστικών των αρμοστικών
    αιτιατική τους αρμοστικούς τις αρμοστικές τα αρμοστικά
     κλητική αρμοστικοί αρμοστικές αρμοστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αρμοστικός < άρμοση + -τ- + -ικός ή αρμοστός + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. που σχετίζεται με άρμοση, διεπαφή της ή μηχανισμό της
  2. προσαρμοστικός ώστε να ταιριάζει
  3. δομοστοιχειωτός