δομοστοιχειωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]δομοστοιχειωτός, -ή, -ό < δομοστοιχείο/δομοστοιχειώνω (συνθέτω κάτι με-από δομοστοιχεία) + -ακός
Προφορά
[επεξεργασία]/?/
Επίθετο
[επεξεργασία]δομοστοιχειωτός (en), -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- σωματιδιακός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες (εάν αναμειχθούν οι δομομονάδες/τα δομοστοιχεία κατακερματίζοντας-διαιρώντας το εσωτερικό τους, είτε αχρηστεύονται είτε [πχ. στην φυσική] παράγουν νέα δομοστοιχεία)
- που αφορά σχέσεις-διάταξη δομοστοιχείων, -α
- (συνήθως) τυποποιημένα αρμοστός-αρμοστικός
- που αποτελεί ή αφορά την δομοστοιχειακή αρχιτεκτονική
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : particulate (en), modular (en), λέξη-συστατικό σύνθετων ουσιαστικών: particle (something) (en) (πχ. particle physics)