αρχιεκτελεστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιεκτελεστής οι αρχιεκτελεστές
      γενική του αρχιεκτελεστή των αρχιεκτελεστών
    αιτιατική τον αρχιεκτελεστή τους αρχιεκτελεστές
     κλητική αρχιεκτελεστή αρχιεκτελεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιεκτελεστής < αρχι- + εκτελεστής• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çi.e.kte.leˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐ε‐κτε‐λε‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιεκτελεστής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αρχιεκτελεστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)