ασίκης
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασίκης -ισσα, -ικο
- λεβέντης, άντρας που συνδυάζει σωματικά και ψυχικά χαρίσματα. Στις γλώσσες της Ανατολής σημαίνει τραγουδιστής, πλανόδιος οργανοπαίκτης, τροβαδούρος. Τα τραγούδια των Ασίκηδων ήταν μακροσκελή, περιείχαν και διηγήσεις, κομμάτια από έπη με λόγια προσαρμοσμένα στην επικαιρότητα. Στα αραβικά "ασίκης" σημαίνει ερωτευμένος, εραστής.
- ωραίος, όμορφος, λεβέντης
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασίκης