ασίκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασίκης οι ασίκηδες
      γενική του ασίκη των ασίκηδων
    αιτιατική τον ασίκη τους ασίκηδες
     κλητική ασίκη ασίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική aşιk [1] < αραβική عاشق (āşik, «εραστής»)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασίκης αρσενικό (θηλυκό: ασίκισσα)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]