μπουλασίκης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουλασίκης < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική بولاشق (bulaşık) [< οθωμανικά τουρκικά بولاشمق (bulaşmak), τουρκική γλώσσα bulaşmak (βρομίζω, μολύνω)]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bu.laˈsi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐λα‐σί‐κης
- ομόηχο: Μπουλασίκης
- παρώνυμο: Μπουλασίδης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουλασίκης αρσενικό
- (μειωτικό) άνθρωπος βρόμικος, ανέντιμος, ενοχλητικός[1]
- (ιδιωματικό) ενοχλητικός, γλοιώδης, πολυλογάς άνθρωπος[2]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουλασίκης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 26. Ο Πετρόπουλος την ετυμολογεί από την τουρκική bulaşık, αναφέροντας ότι ως ουσιαστικό σημαίνει λεκές, βρομιά και ως επίθετο, θολός, βρόμικος και μολυσμένος. Η λέξη υπάρχει με τη σημασία του μολυσμένος στα οθωμανικά τουρκικά (βλ. Süleyman İnan, «Political Marriage: The Sons-in-Law of the Ottoman Dynasty in the Late Ottoman State», Middle Eastern Studies 50,1 [Ιανουάριος 2014], σ. 66). Στα σύγχρονα τουρκικά ως ουσιστικό σημαίνει το λερωμένο πιάτο, το πλύσιμο των πιάτων (βλ. και bulaşık makinesi (πλυντήριο πιάτων)) και ως επίθετο, βρόμικος, λερωμένος, μολυσμένος (στην ιατρική).
- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 208. Και η Ράλλη αναφέρει ως προέλευση την τουρκική bulaşık (με σημασία βρόμικος), προφανώς εννοώντας την οθωμανική τουρκική (καθόσον γενικά δεν κάνει διάκριση με την σύγχρονη τουρκική).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)