μπουλασίκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπουλασίκης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουλασίκης οι μπουλασίκηδες
      γενική του μπουλασίκη των μπουλασίκηδων
    αιτιατική τον μπουλασίκη τους μπουλασίκηδες
     κλητική μπουλασίκη μπουλασίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουλασίκης < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική بولاشق (bulaşık) [< οθωμανικά τουρκικά بولاشمق‎ (bulaşmak), τουρκική γλώσσα bulaşmak (βρομίζω, μολύνω)]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.laˈsi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐λα‐σί‐κης
ομόηχο: Μπουλασίκης
παρώνυμο: Μπουλασίδης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουλασίκης αρσενικό

  1. (μειωτικό) άνθρωπος βρόμικος, ανέντιμος, ενοχλητικός[1]
  2. (ιδιωματικό) ενοχλητικός, γλοιώδης, πολυλογάς άνθρωπος[2]
     συνώνυμα: σαλιάρης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 26. Ο Πετρόπουλος την ετυμολογεί από την τουρκική bulaşık, αναφέροντας ότι ως ουσιαστικό σημαίνει λεκές, βρομιά και ως επίθετο, θολός, βρόμικος και μολυσμένος. Η λέξη υπάρχει με τη σημασία του μολυσμένος στα οθωμανικά τουρκικά (βλ. Süleyman İnan, «Political Marriage: The Sons-in-Law of the Ottoman Dynasty in the Late Ottoman State», Middle Eastern Studies 50,1 [Ιανουάριος 2014], σ. 66). Στα σύγχρονα τουρκικά ως ουσιστικό σημαίνει το λερωμένο πιάτο, το πλύσιμο των πιάτων (βλ. και bulaşık makinesi (πλυντήριο πιάτων)) και ως επίθετο, βρόμικος, λερωμένος, μολυσμένος (στην ιατρική).
  2. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 208. Και η Ράλλη αναφέρει ως προέλευση την τουρκική bulaşık (με σημασία βρόμικος), προφανώς εννοώντας την οθωμανική τουρκική (καθόσον γενικά δεν κάνει διάκριση με την σύγχρονη τουρκική).