ασίκικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασίκικος | η | ασίκικη | το | ασίκικο |
γενική | του | ασίκικου | της | ασίκικης | του | ασίκικου |
αιτιατική | τον | ασίκικο | την | ασίκικη | το | ασίκικο |
κλητική | ασίκικε | ασίκικη | ασίκικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασίκικοι | οι | ασίκικες | τα | ασίκικα |
γενική | των | ασίκικων | των | ασίκικων | των | ασίκικων |
αιτιατική | τους | ασίκικους | τις | ασίκικες | τα | ασίκικα |
κλητική | ασίκικοι | ασίκικες | ασίκικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασίκικος < από το τουρκικό âşik
Επίθετο[επεξεργασία]
ασίκικος -η, -ο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασίκικος
|