ασκοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασκοειδής | η | ασκοειδής | το | ασκοειδές |
γενική | του | ασκοειδούς* | της | ασκοειδούς | του | ασκοειδούς |
αιτιατική | τον | ασκοειδή | την | ασκοειδή | το | ασκοειδές |
κλητική | ασκοειδή(ς) | ασκοειδής | ασκοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασκοειδείς | οι | ασκοειδείς | τα | ασκοειδή |
γενική | των | ασκοειδών | των | ασκοειδών | των | ασκοειδών |
αιτιατική | τους | ασκοειδείς | τις | ασκοειδείς | τα | ασκοειδή |
κλητική | ασκοειδείς | ασκοειδείς | ασκοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασκοειδής
- όμοιος με ασκό
- ασκοειδής κύστη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασκοειδής
|