ασκόλυμπρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκόλυμπρος οι ασκόλυμπροι
      γενική του ασκόλυμπρου των ασκόλυμπρων
    αιτιατική τον ασκόλυμπρο τους ασκόλυμπρους
     κλητική ασκόλυμπρε ασκόλυμπροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκόλυμπρος < αρχαία ελληνική σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασκόλυμπρος αρσενικό (δημοτική)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]