αστοίβαχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αστοίβαχτος, -η, -ο
- που δεν έχει στοιβαχθεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβες
- ⮡ τσουβάλια αστοίβαχτα