στοιβαγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιβαγμένος η στοιβαγμένη το στοιβαγμένο
      γενική του στοιβαγμένου της στοιβαγμένης του στοιβαγμένου
    αιτιατική τον στοιβαγμένο τη στοιβαγμένη το στοιβαγμένο
     κλητική στοιβαγμένε στοιβαγμένη στοιβαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιβαγμένοι οι στοιβαγμένες τα στοιβαγμένα
      γενική των στοιβαγμένων των στοιβαγμένων των στοιβαγμένων
    αιτιατική τους στοιβαγμένους τις στοιβαγμένες τα στοιβαγμένα
     κλητική στοιβαγμένοι στοιβαγμένες στοιβαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοιβαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοιβάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

στοιβαγμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]