αστοχισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστοχισμένος < μεσαιωνική ελληνική αστοχισμένος < αστοχώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αστοχισμένος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) ξεχασμένος
- ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη, / που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, 4 (21), 17-18)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αστοχώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστοχισμένος
|